κουρκουτεύω — (συν. στην Κρήτη) 1. τακτοποιώ τα διάφορα οικιακά σκεύη 2. ανασκαλεύω 3. αποβλακώνομαι, ξεμωραίνομαι, ξεκουτιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με την πρώτη σημ. συνδέεται με τη λ. κουρκουτερά, ενώ με τις άλλες δύο σημ. προέρχεται πιθ. από τον τ. κουρκούτι] … Dictionary of Greek
κουρκουτιάζω — και κουρκουτιαίνω [κουρκούτι] 1. παραζαλίζομαι 2. αποβλακώνομαι, ξεκουτιάζω, ξεμωραίνομαι … Dictionary of Greek
λωλαίνω — και λωλώνω (Μ λωλαίνω και λωλώνω) [λωλός] 1. τρελαίνω κάποιον, τόν κάνω ανόητο, τόν ζουρλαίνω 2. παθ. παραφρονώ, τρελαίνομαι («με τόσα βάσανα που πέρασε λωλάθηκε στο τέλος») 3. ενοχλώ κάποιον ώς το σημείο τής παραφροσύνης («μέ λώλανες πια με το… … Dictionary of Greek
ξεκουτιαίνω — και ξεκουτιάζω 1. καθιστώ κάποιον ανόητο, αποβλακώνω 2. (ενεργ. και μέσ.) γίνομαι ανόητος, αποβλακώνομαι, ξεμωραίνομαι (α. «γέρασες και ξεκούτιανες» β. «γριά ξεκουτιασμένη») 3. αποχαυνώνομαι από τις καταχρήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε) * +… … Dictionary of Greek
ξεκούτιασμα — το [ξεκουτιάζω] ξεμώραμα, αποβλάκωση … Dictionary of Greek